- περιδράσσομαι
- και περιδράττομαι, ΜΑ1. πιάνω με τα δυο μου χέρια, περιαδράχνω («ἴχνη ποδῶν καὶ χειρῶν ὡς ἀντελαμβάνετο και περιεδράττετο», Πλούτ.)2. μτφ. είμαι προσκολλημένος, αφοσιωμένος σε κάποιον («Χριστοῑο περιδράττεσθαι», Γρηγ. Ναζ.)3. συλλαμβάνω με τον νού, κατανοώ («τοὺς χρόνους καθ' οὕς ἥξειν ἀνείρηται περιδραττόμενοι», Ευσ.)4. ελέγχω, διευθύνω («πάντα τὰ ὄντα περιδέδρακται ἡ θεία φύσις», Ζαχ.)αρχ.προβάλλω αλαζονικές απαιτήσεις («ὥσπερ ἔνιοι περιδράττονται», Φίλων).[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + δράσσομαι «πιάνομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.